σκότι'

σκότι'
σκότια , σκότιος
dark
neut nom/voc/acc pl
σκότια , σκότιος
dark
neut nom/voc/acc pl
σκότιε , σκότιος
dark
masc voc sg
σκότιε , σκότιος
dark
masc/fem voc sg
σκότιαι , σκότιος
dark
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκότι — το, Ν βλ. συκώτι …   Dictionary of Greek

  • συκώτι — Βλ. λ. ήπαρ. * * * και σκώτι και σηκώτι και σκότι, το, Ν 1. το ήπαρ 2. φρ. α) «μού πρήξε το συκώτι» i) με στενοχώρησε πολύ ii) με κούρασε με την πολυλογία του β) «θα σού φάω το συκώτι» θα σέ εκδικηθώ πολύ σκληρά γ) «έβγαλε τα συκώτια του» είχε… …   Dictionary of Greek

  • Γουόκερ, Σκοτ — (Scott Walker, Οχάιο 1943 –). Αμερικανός συνθέτης και τραγουδιστής. Ο Γ. αποτελεί μία από τις πλέον αινιγματικές μορφές της ροκ μουσικής της δεκαετίας του 1960. Σχεδόν παντελώς αγνοημένος στην πατρίδα του, γνώρισε μεγάλη επιτυχία για σύντομο… …   Dictionary of Greek

  • Ντούζε, Ελεονόρα — (Eleonora Duse, Βιτζεβάνο, Παβία 1858 – Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1924). Ιταλίδα ηθοποιός. Από οικογένεια καλλιτεχνών, ακολούθησε τους γονείς της στις περιοδείες τους από τη μια επαρχιακή πόλη στην άλλη και όταν έγινε τεσσάρων ετών ανέβηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Τσέζαρε ντα Σέστο — (Cesare, Σέστο Καλέντε 1477 – Μιλάνο 1523). Ιταλός ζωγράφος. Σε πολύ νεαρή ηλικία έζησε για μεγάλο διάστημα στο Μιλάνο και αργότερα, μετά το 1514, στη Νάπολη και στη Μεσσήνη. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά σχετικά με τη ζωή του καλλιτέχνη. Από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”